Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

ΚΡΑΝΙΟΙΕΡΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

O οργανισμός Upledger UK και US οργανώνει μία νέα σειρά σεμιναρίων Κρανιοϊερής Θεραπείας με αποκλειστικό φορέα για την Ελλάδα το Παιδιατρικό Ινστιτούτο, ΕΠΕ.
Ο στόχος του Παιδιατρικού Ινστιτούτου είναι η ποιοτική παρουσίαση των σεμιναρίων Upledger σύμφωνα με τις προδιαγραφές και απαιτήσεις του οργανισμού Upledger. Αν και η εισαγωγή των σεμιναρίων του στην Ελλάδα είναι σχετικά πρόσφατη, τα σεμινάρια της σειράς της κρανιοϊερής θεραπείας στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες διδάσκεται και εφαρμόζεται για δεκαετίες.

Το έργο του Upledger που αντιπροσωπεύεται στα σεμινάρια, εστιάζει στην ανασκόπηση του ατόμου σαν όλο, των δυσκολιών του και της επίδρασης αυτών των δυσκολιών στην ψυχική, σωματική, συναισθηματική και πνευματική υγεία του, στο σεβασμό της προσωπικότητάς του και στην ποιότητα ζωής του.

Σας προσκαλούμε να γνωρίσετε τη Κρανιοϊερή Θεραπεία, τη φιλοσοφία και την τεχνική του έργου του John Upledger από κοντά.



Τα εργοθεραπευτικά οφέλη των επιτραπέζιων παιχνιδιών


Λαβή: Καθώς το παιδί μετακινεί το πιόνι, (ότι κι αν είναι αυτό ) και το τοποθετεί σε συγκεκριμένο σημείο αναπτύσσονται οι δεξιότητες της λαβής.

Ενδυνάμωση χεριών: Καθώς το πιόνι μετακινείται, το χέρι κάνει συγκεκριμένες κινήσεις. Τέτοιου είδους κινήσεις βοηθούν και στην γραφή.

Φαντασία

Οπτική μνήμη και συγκέντρωση: Καθώς το παιδί βλέπει το πλαίσιο του παιχνιδιού, τα πιόνια και τις κινήσεις που γίνονται, γυμνάζει δεξιότητες της οπτικής συγκέντρωσης που είναι σημαντικές για την ανάγνωση, γραφή και εκμάθηση.

Οι σβούρες που χρησιμοποιούνται σε αυτά τα παιχνίδια χρειάζονται λεπτές κινήσεις και συνδυασμό κινήσεων

Τα ζάρια που χρησιμοποιούται για αυτά τα παιχνίδια συνήθως μπαίνουν σε ενα ποτηρι και τα παιδια το κουνούν με τα δυο τους χέρια για να τα ρίξουν. όλο αυτό αποτελεί ένα μάθημα από μόνο του.




Απο Εργοθεραπεία στο σπίτι

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013


Αυτισμός και ευελιξία της σκέψης και της συμπεριφοράς

Η αντίληψη, η μνήμη, η προσοχή, η σκέψη, οι ιδέες και άλλες νοητικές ικανότητες διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στη διαδικασία της επεξεργασίας των γνωστικών πληροφοριών και ως ένα βαθμό καθορίζουν το είδος, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα  των γνωστικών λειτουργιών των παιδιών με αυτισμό (Peeters, 2000). Συνήθως, η καλή λειτουργία όλων των προαναφερόμενων ικανοτήτων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της μαθησιακής διαδικασίας. Είναι αυτονόητο, ότι οποιαδήποτε δυσκολία κατά τη διαδικασία της επεξεργασίας των πληροφοριών επεμβαίνει αρνητικά στη διαδικασία της μάθησης.
Σύμφωνα με την Uta Frith (1999), το κύριο πρόβλημα των παιδιών με αυτισμό είναι η ανικανότητά τους να συνενώσουν σε ολοκληρωμένα σύνολα κάθε είδους πληροφορίες, να συναισθανθούν τις ειδικές λειτουργίες του νου, τις σκέψεις, τις πεποιθήσεις, τα συναισθήματα, τις αλληλεπιδράσεις μέσω του λόγου.
Όταν λέμε ότι τα άτομα με αυτισμό έχουν διαφορετικό γνωστικό ύφος, εννοούμε βασικά ότι ο εγκέφαλός τους επεξεργάζεται διαφορετικά τις εισερχόμενες πληροφορίες. Ακούν, βλέπουν, πιάνουν, αλλά χειρίζονται τις πληροφορίες αυτές με διαφορετικό τρόπο. Για το  λόγο αυτό ο ορισμός του DSM-IV για τον αυτισμό αναφέρεται σε «ποιοτικά ελλείμματα» στην επικοινωνία την κοινωνική συναλλαγή. (Wing, 2000˙ Peeters, 2000). Η ευελιξία της σκέψης και της συμπεριφοράς των παιδιών με αυτισμό συνήθως εκδηλώνεται με απουσία φανταστικού ή μιμητικού παιχνιδιού και  ανικανότητα στο να δείχνουν σε αντικείμενα του άμεσου ενδιαφέροντός τους. Έχουν περιορισμένα ενδιαφέροντα και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές όπως: παράξενες αντιδράσεις σε ερεθίσματα, αυτοτραυματική συμπεριφορά, διάφορες στερεοτυπικές κινήσεις, προσκόλληση και εμμονή σε αντικείμενα ή ρουτίνες.
Αναλυτικότερα, οι τομείς που επηρεάζονται είναι οι παρακάτω:
Αντίληψη: Απόκλιση παρουσιάζεται και στον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά με αυτισμό προσλαμβάνουν και επεξεργάζονται τα ερεθίσματα και τις εισερχόμενες πληροφορίες. Τούτο αποτελεί συνέπεια της κεντρικής γνωστικής δυσλειτουργίας (Peeters, 2000). Συνήθως, τα παιδιά αυτά αντιλαμβάνονται και παρατηρούν πολλές λεπτομέρειες στο περιβάλλον, που εμείς ούτε καν προσέχουμε, χωρίς να τις συνδέουν  σ’ ένα σύνολο με νόημα. (Jordan & Powell, 2000). Όλες οι πληροφορίες εισέρχονται με την ίδια σημασία και τα παιδιά με αυτισμό έχουν δυσκολία να διακρίνουν το σημαντικό από το ασήμαντο σε κάθε περίσταση (Jordan, 2000˙  Jordan & Powell, 2001˙  Peeters, 2000).
Προσοχή: Χαρακτηριστικό της ποιότητας σκέψης στον αυτισμό είναι ο τρόπος με τον οποίο εστιάζουν σε ορισμένα ερεθίσματα με προσοχή τύπου «τούνελ». Μόνο ορισμένα ερεθίσματα γίνονται αντιληπτά ταυτόχρονα, ενώ όσα βρίσκονται έξω από το «τούνελ» της προσοχής αγνοούνται (Jordan & Powell, 2001). Τα παιδιά με αυτισμό έχει βρεθεί ότι έχουν φτωχή συγκέντρωση ή έχουν διαταραχή προσοχής, ενώ στην πραγματικότητα έχουν εξαιρετικά υψηλό επίπεδο συγκέντρωσης προσοχής. Το πρόβλημα είναι ότι η προσοχή τους έχει ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα και δεν εστιάζεται στο θέμα που θέλει ο/η εκπαιδευτικός (Jordan & Powell, 2001).  Πολλά άτομα με αυτισμό αναφέρουν ότι τους είναι δύσκολο να εστιάσουν την προσοχή τους σε χώρο με πολλά ερεθίσματα (Grandin, 1995). Το πιο τεκμηριωμένο, ωστόσο, πρόβλημα προσοχής στον αυτισμό, είναι το σχετικό με την από κοινού προσοχή, που βρίσκεται στην καρδιά των διαπροσωπικών δυσκολιών (Jordan & Powell, 2001˙ Peeters, 2000˙ Wing, 2000).
Σκέψη - απόκτηση εννοιών: Ο τρόπος σκέψης των παιδιών με αυτισμό είναι πολύ συγκεκριμένος και η κατανόηση του προφορικού λόγου κυριολεκτική (Collia - Faherty, 1999). Δεν συνδέουν τις πληροφορίες για να βγάλουν συμπεράσματα, κάνουν συνεχώς τα ίδια λάθη και δε μαθαίνουν από την εμπειρία. Είναι επίσης διαπιστωμένη η δυσχέρεια τους να μεταφέρουν γνώσεις και δεξιότητες σε νέες συνθήκες (Jordan & Powell, 2000). Λόγω της άκαμπτης σκέψης τους, δυσκολεύονται να ανακαλέσουν την κατάλληλη στρατηγική για να επιλύσουν προβλήματα. Και αυτό, διότι δεν γνωρίζουν τις στρατηγικές που διαθέτουν και χρησιμοποιούν πάντα την ίδια στρατηγική ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητά της (Jordan & Powell, 2001˙ Peeters, 2000).
H Jordan (2000)  υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά σκέψης στον αυτισμό: ο τρόπος με τον οποίο κωδικοποιούνται, αποθηκεύονται και ανακαλούνται οι πληροφορίες από την μνήμη και ο ρόλος του συναισθήματος στις διαδικασίες αυτές. Από τα παράδοξα του αυτισμού είναι ότι τα παιδιά με αυτισμό διαθέτουν μερικές φορές εντυπωσιακή – παπαγαλίστικη ικανότητα μνήμης, αλλά δυσκολεύονται στην ανάκληση προσωπικών γεγονότων.
Μίμηση: Τα παιδιά με αυτισμό συνήθως έχουν φτωχές δεξιότητες μίμησης και συχνά προσπαθούν να αντιγράψουν μορφές συμπεριφοράς, χωρίς να τις προσαρμόζουν στο πλαίσιο των αναγκών τους. «Έτσι, η μίμηση του παιδιού με αυτισμό έχει μια «παρασιτική» ποιότητα και είναι δύσκολο να τη χρησιμοποιούμε ως τεχνική για διδασκαλία» (Jordan & Powell, 2001). Για τους μαθητές της Γενικής Αγωγής, η κοινωνική μάθηση που βασίζεται στη μίμηση προτύπων και αποτελεί πρωταρχικό εργαλείο στην εκπαίδευσή τους. Αντίθετα, οι μαθητές με αυτισμό χρειάζονται ιδιαίτερη εκπαίδευση στις δεξιότητες μίμησης, που θεωρούνται θεμελιακές για την απόκτηση άλλων δεξιοτήτων (Α.Π.Σ., 2004).
Μνήμη: «Συχνά αναφέρεται ότι τα  παιδιά με αυτισμό έχουν εξαιρετικά καλή μνήμη» (Jordan & Powell, 2001). Διακρίνονται, επίσης, για την καταπληκτική ικανότητα ανάκλησης λεπτομερειών που διαθέτουν (Jordan, 2000). Δυσκολεύονται να οργανώσουν και να τακτοποιήσουν πράγματα ή ενέργειες. Και αυτό, διότι αποθηκεύουν πληροφορίες αποσπασματικά, ανεξάρτητα από το κοινωνικό πλαίσιο και τη χρονική σχέση με άλλα γεγονότα. Επίσης, διαθέτουν φτωχή αυτοβιογραφική μνήμη, που αποτελεί πρόβλημα γνωστικού τύπου, ενώ διαθέτουν καλή σημασιολογική μνήμη και εξαιρετική επαναληπτική μνήμη. Η οπτική τους μνήμη, επίσης, είναι πάρα πολύ καλή, σε αντίθεση με την ακουστική, που λειτουργεί βοηθητικά. Όταν οι πληροφορίες παρουσιάζονται οπτικά με εικόνες και λέξεις αποδίδουν καλύτερα, διότι είναι άτομα με εξαιρετικές οπτικές ικανότητες (Jordan & Powell, 2001˙ Peeters, 2000˙ Wing, 2000).
Αναλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω, είναι πολύ εύκολο να κατανοήσουμε, ότι τα παιδιά με αυτισμό ζουν σ’ ένα αποσπασματικό, από κάθε άποψη κόσμο. Όπως τονίζει η Jordan (2000), οι δυσκολίες στην ευελιξία της σκέψης και της συμπεριφοράς επιδρούν θεμελιακά στη μάθηση. Και αυτό δεν έχει τόσο να κάνει με την έλλειψη δεξιοτήτων και κατανόησης πραγμάτων (μολονότι μπορεί να υπάρχουν και τέτοια κενά στην εξέλιξη), όσο με ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και κατανόησης. Όλοι οι μαθητές με αυτισμό, ανεξάρτητα από τις γενικές τους ικανότητες παρουσιάζουν ένα ανομοιογενές προφίλ δεξιοτήτων. Ωστόσο, η ύπαρξη υψηλών δεξιοτήτων  σε ένα τομέα, δεν σημαίνει ότι έχουν κατακτηθεί άλλες πλέον στοιχειώδεις. Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι πρέπει πριν διδάξουμε σε παιδιά με αυτισμό, να κατανοήσουμε τον τρόπο που μαθαίνουν (Jordan & Powell, 2001).

Από  Καλλιόπη Τσακπίνη-Νικόλαος Απτεσλής-Ευδοκία Μητροπούλου
Αυτισμός Infographics

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Φωτογραφία εξωφύλλου

ΕΡΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΡΙΑ

ΜΑΡΙΝΕΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ

http://www.facebook.com/groups

Αυτισμός: η άρνηση δεν είναι λύση





Ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς αντιμετωπίζουν τη διάγνωση των παιδιών τους ποικίλλει. Όλοι σίγουρα απογοητεύονται, ωστόσο κάποιοι επιλέγουν να το «παλέψουν» και να προσφέρουν το καλύτερο που μπορούν στο παιδί τους, ενώ άλλοι «παραδίνονται» και προσπαθούν να μεταθέσουν τις όποιες ευθύνες και υποχρεώσεις τους σε άλλους.

Δίχως να θέλω να θίξω στο ελάχιστο πολλούς από τους μπαμπάδες που έχω γνωρίσει όλα αυτά τα χρόνια, το μεγαλύτερο βάρος συνήθως πέφτει στις μητέρες. Ο μπαμπάς συνήθως προτιμά να συνεχίσει τη ζωή του, αρνούμενος ν’ αναλάβει τις ευθύνες του. Έναν από τους κυριότερους λόγους μας εξηγεί ο Stuart Duncan, πατέρας δύο αγοριών, το ένα από αυτά με αυτισμό.
 
«Πολλές μητέρες με έχουν ρωτήσει γιατί οι σύζυγοί τους αρνούνται να κοιτάξουν κατάματα την κατάσταση ή ακόμα χειρότερα, απομακρύνονται από το ίδιο τους το παιδί.
Για τις περισσότερες μητέρες, όταν γεννιέται ένα παιδί, δημιουργείται μια εικόνα στο μυαλό τους σχετικά με το μέλλον του, η εικόνα αυτή όμως δεν είναι συγκεκριμένη. Αρκεί το παιδί να είναι ευτυχισμένο κι επιτυχημένο.

Για τον πατέρα όμως, η εικόνα αυτή είναι πολύ πιο συγκεκριμένη. Θέλει να κάνει με το παιδί του τα ίδια πράγματα που έκανε κι εκείνος με τον πατέρα του. Να του μάθει τα ίδια πράγματα που διδάχθηκε κι εκείνος από τον πατέρα του και να κάνει το παιδί ν’ αγαπήσει τα ίδια πράγματα μ’ εκείνον. Θέλει το παιδί του ν’ ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι στη ζωή και να τον ξεπεράσει. 

Η διάγνωση του αυτισμού προσγειώνει ανώμαλα τον πατέρα και διαγράφει όλα τα παραπάνω.
Για τις μητέρες, σαφώς και δεν είναι ευχάριστη, ωστόσο η διάγνωση δεν αλλάζει τόσο δραστικά το όραμά τους για το παιδί τους. Το ενδεχόμενο να ευτυχήσει και να πετύχει το παιδί τους είναι ανοιχτό, απλά αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο θα επιτευχθούν οι συγκεκριμένοι στόχοι.
Ο πατέρας νιώθει ότι κάποιος του κλέβει το δικαίωμα στο όνειρο. Το γεγονός αυτό τον καθιστά απόμακρο, ακόμα και αδιάφορο. Του κόβει κάθε διάθεση ν’ αγωνιστεί και τον ωθεί να παραδώσει τα όπλα».

Όπως συχνά λέμε για τα συμπτώματα του αυτισμού, όσα περιγράψαμε δεν ισχύουν για όλους. Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις και διαφορετικές στάσεις. Ωστόσο, απαντούν στο ερώτημα και στην απογοήτευση που συχνά μας εκφράζουν πολλές μητέρες.

Ελιζιάννα Χριστοδούλου, Παιδιατρική Εργοθεραπεύτρια SIT